- εγχέλειος
- ἐγχέλειος, -ον (Α)αυτός που προέρχεται από χέλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγχέλειοι — ἐγχέλειος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχέλειον — neut nom/voc/acc sg ἐγχέλειος masc acc sg ἐγχέλειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγχέλεια — ἐγχέλεια , ἐγχέλειον neut nom/voc/acc pl ἐγχέλεια , ἐγχέλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχελείοις — ἐγχέλειον neut dat pl ἐγχέλειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχέλεια — ἐγχέλειον neut nom/voc/acc pl ἐγχέλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)